σαμπλεβέ

σαμπλεβέ
το, Ν
άκλ. τεχνική σμάλτωσης καθώς και το προϊόν τής τεχνικής αυτής, που είναι ανάλογη με την τεχνική τού κλουαζονέ, τής περίκλειστης σμάλτωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. champleve < ρ. champlever «χαράσσω μεταλλική πλάκα» < champ «πεδίο» + lever «σηκώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”